Του χρόνου και της σιωπής,
ένα υπερβατικό περιβάλλον
δεσμευμένο στην αναζήτηση της ομορφιάς.
Βαθιές και λεπτές επιδράσεις
αγγίζουν την ευαισθησία του·
ένα λεκτικό θέμα με έντονη αίσθηση
αισθητικής αυτονομίας.
Σταθμοί άφιξης της συνείδησης,
παλμοί αβεβαιότητας
απ’ όπου αναδύεται η ποίηση
και η διάθεση για τη λέξη:
«Αβεβαιότητα είναι να κοιτάς βαθύτερα
χωρίς να συναντάς τον άλλον».
Μοναξιά και παράξενο·
το λεκτικό υποκείμενο γίνεται φωνή,
σπόρος βλαστικός μιας οικείας αρμονίας
χωρίς περιγράμματα.
Το βλέμμα διαλύει
το ξένο της ύπαρξης
και την απώλεια της αυτοσυνείδησης.
Από την άκρη των διάφανων περιθωρίων
προσπαθώ να φυλάξω
τους ομιχλώδεις κώδικες·
να τους φωτίσω,
να πατήσω το κλικ στο δικαίωμα να νιώθεις
την ψυχή εκεί που κρύβεται.
Εδώ, όπου η ζωή αποκαλύπτει
το γυμνό, το αμετάφραστο, το απέρριτο·
η ουσία έτοιμη να αντισταθεί
στην καθημερινή ομίχλη.
Οι λέξεις απογυμνώνονται
από τα φύλλα του εφήμερου,
για να φανερώσουν μια ευαισθησία
πλασμένη από βαθιές επιδράσεις.
Κι εκεί, ανάμεσα στις σκιές των τοίχων,
ο χρόνος δεν μετριέται·
κυλά σαν αχνή ανάσα,
αφήνοντας πάνω στις λέξεις
ένα αόρατο χρυσόσκονισμα μνήμης.
Η σιωπή απλώνεται,
όχι σαν κενό,
μα σαν υφάδι που υφαίνει
τις άκρες των σκέψεων
με νήματα φωτός.
Μέσα της, η ψυχή
βρίσκει το θάρρος να κοιτάξει
εκεί που οι καθρέφτες σπάνε,
εκεί που οι μορφές
γίνονται διάφανα νερά.
Κι όταν η μέρα χάνεται
στην παρυφή του ορίζοντα,
οι τοίχοι φυλάνε ακόμη
το ψίθυρο της πρώτης λέξης,
εκείνης που δεν ειπώθηκε ποτέ
μα ζει σε κάθε ανάσα.
Κάθε δωμάτιο γίνεται φάρος
που φωτίζει μικρά κομμάτια μνήμης·
παλιά βλέμματα,
ανεπαίσθητες χειρονομίες,
συνομιλίες που δεν πρόλαβαν να τελειώσουν.
Η ομορφιά δεν βρίσκεται
στα μεγάλα, φανερά πράγματα,
αλλά στην αναπνοή του αέρα
ανάμεσα σε δύο παύσεις·
στην αργή κίνηση μιας κουρτίνας
που χαιρετά το φως.
Κι εγώ, ακουμπισμένος στην άκρη της σιωπής,
κρατώ ακόμη τους κώδικες αυτού του σπιτιού —
κώδικες από ψίχουλα φωνών
και διάφανες ρυτίδες τοίχων.
Το ταξίδι συνεχίζεται,
όχι προς τα έξω
αλλά προς τα μέσα·
εκεί που η λέξη
γίνεται όστρακο
και η σιωπή
κρύσταλλο που λάμπει στο σκοτάδι.
Κι όταν η νύχτα χαμηλώνει
σαν κουβέρτα από απαλές σκιές,
οι τοίχοι ανασαίνουν αργά,
σαν να θυμούνται ιστορίες
που κανείς δεν έζησε
κι όμως ανήκουν σε όλους.
Στις γωνιές,
εκεί που το φως σβήνει,
κάθε σκιά γίνεται θραύσμα μνήμης·
ένας ψίθυρος που χάνεται
πριν προλάβει να ειπωθεί.
Η καρδιά βαδίζει προσεκτικά,
μην ταράξει το λεπτό στρώμα της σιωπής·
κάθε ήχος είναι μια ρωγμή
στο γυαλί της στιγμής.
Κι έτσι, το σπίτι μένει —
ένα καταφύγιο χωρίς χρόνο,
όπου η ομορφιά δεν φωνάζει
αλλά ακούγεται σαν παλμός,
εκεί, βαθιά,
στην αθέατη πλευρά της ψυχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου